κατεπείγει

κατεπείγει
απρόσ., υπάρχει βία, υπάρχει ανάγκη: Η αποστολή πυρομαχικών κατεπείγει. Εύχρηστη είναι επίσης η μτχ. ενεστώτα κατεπείγων, -ουσα, -ον: Στείλε το γράμμα κατεπείγον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατεπείγει — κατεπείγω press down pres ind mp 2nd sg κατεπείγω press down pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπείγω — (AM κατεπείγω) 1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.) 2. μέσ. κατεπείγομαι σπεύδω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”